Το Σεπτέμβριο του 2014 έλαβε χώρα ένα γεγονός, που στον κόσμο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι ιστορικό: γεννήθηκε το πρώτο μωρό, το οποίο κυοφορήθηκε σε μήτρα, η οποία είχε μεταμοσχευθεί στη μητέρα!

Η μητέρα ήταν μία γυναίκα 36 ετών, η οποία έπασχε από το σύνδρομο Rokitansky. Το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία μήτρας στη γέννηση της γυναίκας και προσβάλλει 1 στις 5.000 περίπου γυναίκες. Οι γυναίκες αυτές, ενώ έχουν ωοθήκες και μπορούν να παράγουν ωάρια, δεν μπορούν να κυοφορήσουν ελλείψει μήτρας.

Στη γυναίκα αυτή μεταμοσχεύθηκε η μήτρα μίας συγγενούς της 61 ετών, η οποία είχε ήδη δύο τέκνα. Η πολύπλοκη αυτή επέμβαση έλαβε χώρα το 2013 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska, στο Gothenburg της Σουηδίας, από ομάδα ιατρών υπό τον Δρα Mats Brännström. Ο τοκετός αυτού του νεογνού ήταν το αποκορύφωμα δέκα και πλέον ετών έρευνας της ομάδας του Δρος Mats Brännström, ο οποίος μάλιστα τον Οκτώβριο του 2014, λίγες ημέρες μετά τον πρώτο αυτόν τοκετό, ανακοίνωσε πως υπήρχαν και άλλες δύο κυοφορούσες με μεταμοσχευμένη μήτρα, οι οποίες πλησίαζαν στον τοκετό.

Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν μέλη μίας ομάδας 9 γυναικών, στις οποίες έγινε μεταμόσχευση μήτρας εκ των οποίων οι 8 παρουσίαζαν το σύνδρομο Rokitansky, ενώ η μία είχε υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης της μήτρας σε νεαρή ηλικία, λόγω καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Πριν την εμφύτευση της μήτρας της δότριας, οι γυναίκες αυτές είχαν υποβληθεί σε κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης, προκειμένου να ληφθεί ικανός αριθμός ωαρίων. Στη συνέχεια τα ωάρια αυτά γονιμοποιήθηκαν με το σπέρμα του συντρόφου της γυναίκας και αφού παρήλθε ο απαραίτητος χρόνος, δηλαδή περίπου πέντε ημέρες τα έμβρυα αυτά καταψύχθηκαν μέχρι η μεταμοσχευθείσα μήτρα να θεωρηθεί ικανή για να δεχθεί την εμβρυομεταφορά.

Προτιμήθηκε η εξωσωματική γονιμοποίηση, αφενός διότι η μεταμόσχευση των σαλπίγγων δεν ήταν εύκολη διαδικασία, αφετέρου διότι ακόμα και η επιτυχής μεταμόσχευση και των σαλπίγγων δεν αποτελούσε εγγύηση και της ορθής λειτουργίας τους. Η επέμβαση μεταμόσχευσης της μήτρας έλαβε χώρα μόνον αφού πιστοποιούνταν πως υπήρχαν βιώσιμα έμβρυα για εμβρυομεταφορά.

Αυτή καθεαυτή η μεταμόσχευση μήτρας είναι μια επέμβαση εξαιρετικά πολύπλοκη. Για την επέμβαση αυτή εργάστηκαν 10 χειρουργοί, τέσσερις εκ των οποίων ήταν εξειδικευμένοι στη γυναικολογική ογκολογία, τρείς στην γυναικολογία και τρεις στη χειρουργική μεταμοσχεύσεων.

Η μεταμόσχευση μήτρας κατ’ ουσίαν περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές επεμβάσεις. Η μία επέμβαση γίνεται στη δότρια, προκειμένου να ληφθεί η μήτρα και η έτερη επέμβαση γίνεται στη λήπτρια, στην οποία το όργανο θα εμφυτευθεί. Η επέμβαση στις δότριες, ενώ αρχικά είχε υπολογιστεί πως θα διαρκούσε 3 με 4 ώρες, τελικά διήρκεσε 10 με 13 ώρες, ενώ η αντίστοιχη επέμβαση στις λήπτριες είχε διάρκεια 4 με 6 ώρες.

Μετά τη μεταμόσχευση είναι αναγκαίο να χορηγηθεί στη λήπτρια ειδική φαρμακευτική αγωγή, η οποία αποτρέπει το ενδεχόμενο ο οργανισμός της να απορρίψει τη μήτρα, που μόλις εμφυτεύτηκε και η οποία είναι κατ’ ουσίαν ένα ξένο σώμα.

Η επιτυχής μεταμόσχευση μήτρας δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα μίας μακράς διαδρομής προκειμένου η γυναίκα να πάρει το νεογνό στην αγκαλιά της. Η εμβρυομεταφορά ενός μόνο εμβρύου έλαβε χώρα ένα έτος μετά τη μεταμόσχευση. Σκόπιμα επιλέχθηκε η εμβρυομεταφορά ενός μόνον εμβρύου, αφού ήταν εξαιρετικά αμφίβολο η μήτρα να μπορούσε να κυοφορήσει επιπλέον έμβρυα.

Η εγκυμοσύνη, που «φιλοξενείται» από μήτρα, η οποία έχει μεταμοσχευθεί δεν είναι ανέφελη. Καταρχήν η αναγκαιότητα για χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, η οποία εξασφαλίζει την μη απόρριψη του μοσχεύματος, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές.

Η αγωγή αυτή έχει συνδεθεί με την πρόκληση μίας κατάστασης, που ονομάζεται προεκλαμψία, η οποία μπορεί, αν δεν επιτευχθεί ο έλεγχός της, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία της γυναίκας και αποτελεί ένδειξη άμεσης πρόκλησης κολπικού τοκετού, αν αυτό είναι εφικτό, αλλιώς καταφυγή στην καισαρική τομή. Μάλιστα η προεκλαμψία ήταν και ο λόγος, που το πρώτο μωρό από μεταμοσχευμένη μήτρα γεννήθηκε πρόωρα με τη συμπλήρωση 31 εβδομάδων και 6 ημερών με καισαρική τομή.  

Εξάλλου, η ασφάλεια της φαρμακευτικής αυτής αγωγής για το έμβρυο δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. Υπάρχουν ενδείξεις, πως θεραπευτικά σχήματα, που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια των πρωτοκόλλων αποφυγής της απόρριψης του μεταμοσχευθέντος οργάνου, της μήτρας εν προκειμένω, μπορούν να προκαλέσουν συγγενείς ανωμαλίες στο έμβρυο. Φυσικά στην περίπτωση της μεταμόσχευσης μήτρας, τα οφέλη από τη χορήγηση της θεραπείας αυτής ξεπερνούν του ενδεχόμενους κινδύνους για το έμβρυο.

Ο τοκετός μετά από μεταμόσχευση μήτρας γίνεται αποκλειστικά με καισαρική τομή, διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η μεταμοσχευθείσα μήτρα, θα μπορούσε να αντέξει τη δοκιμασία του φυσιολογικού τοκετού.

Δεν υπάρχει αρκετά εκτενής εμπειρία σε εγκυμοσύνες μετά από μεταμόσχευση μήτρας, ώστε να έχουν καταγραφεί πλήρως οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι για τις μητέρες. Υπαρκτό είναι το ενδεχόμενο απόρριψης του οργάνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Εξάλλου κάποιοι έχουν εκφράσει και την ανησυχία τους σχετικά με την ικανότητα προσαρμογής των αγγείων, που τροφοδοτούν την μεταμοσχευθείσα μήτρα, στην ραγδαία αύξηση της ροής του αίματος, η οποία παρατηρείται φυσιολογικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Τέλος καλόν είναι να αναφερθεί πως είναι πιθανό, η εμπειρία της εγκυμοσύνης, όταν έχει προηγηθεί μεταμόσχευση μήτρας, να είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν της εγκυμοσύνης υπό φυσιολογικές συνθήκες, με δεδομένο πως στη μήτρα καταλήγουν και νεύρα, τα οποία μεταδίδουν την «αίσθηση της εγκυμοσύνης». Τα νεύρα αυτά δεν είναι δυνατόν να «συνδεθούν» («αναστομωθούν» είναι ο ιατρικός όρος), οπότε και οι «αισθήσεις», δεν θα είναι οι ίδιες, όπως σε μία κανονική κύηση.

Η εγκυμοσύνη μετά μεταμόσχευση μήτρας είναι μία διαδικασία, η οποία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και ενέχει κινδύνους τόσο για τη μητέρα, όσο και για τη δότρια της μήτρας, αλλά και για το έμβρυο. Το κόστος είναι ακόμα εξαιρετικά υψηλό, ενώ εγείρονται και αρκετά διλήμματα βιοηθικής.

Επομένως, η επιτυχημένη πρώτη εγκυμοσύνη μετά από μεταμόσχευση μήτρας είναι μεν ένα πραγματικό κατόρθωμα, μια επιτυχία για την οποία η επιστημονική ομάδα αντιμετώπισε τεχνικά εμπόδια, που φάνταζαν ανυπέρβλητα, αλλά ακόμα είμαστε μακρυά από την ένταξη της μεθόδου αυτής στα πρωτόκολλα αντιμετώπισης της υπογονιμότητας. Το μέλλον θα δείξει, αν αυτή η επέμβαση θα βρει πρακτική εφαρμογή σε ευρεία κλίμακα.

Κλείστε ραντεβού, για να αντιμετωπίσουμε όποιο θέμα γονιμότητας, σας απασχολεί!

 

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας

 

Διμοσιεύθηκε στον ιστότοπο iatropedia.gr