Ως γονιμότητα ορίζεται η ικανότητα, που έχει ένα άτομο – μία γυναίκα στην προκειμένη περίπτωση – να αποκτήσει απογόνους.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι εξελίξεις στον τομέα της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ξεκινώντας από τα φάρμακα, που προκαλούν ωορρηξία, το πρώτο εκ των οποίων εγκρίθηκε από τον αμερικανικό οργανισμό FDA, για ευρεία χρήση το 1967 και φθάνοντας στο 1978, οπότε και γεννήθηκε η Louise Brown, το πρώτο «μωρό του σωλήνα», όπως αποκαλούντο τότε τα μωρά, που προήλθαν από εξωσωματική γονιμοποίηση.
Βέβαια, οι εξελίξεις στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν σταμάτησαν εκεί και τα πρωτόκολλα, που σήμερα χρησιμοποιούμε έχουν σαφώς λιγότερες παρενέργειες και υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας. Έτσι σήμερα υπάρχουν πολλές επιλογές στο «οπλοστάσιό» μας, που επιτρέπουν να βοηθήσουμε μία γυναίκα – ή πιο σωστά, ένα ζευγάρι – να αποκτήσει παιδί. Οι επιλογές αυτές ξεκινούν από την απλή παρακολούθηση της ωορρηξίας με υπερηχογράφημα, περνούν από τη σπερματέγχυση και φθάνουν στην εξωσωματική, η οποία ενίοτε «συμπληρώνεται» από ακόμα πιο εξελιγμένες τεχνικές, όπως είναι ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος των εμβρύων.
Συνεπώς, σήμερα – μπορεί με ασφάλεια να πει κανείς – ότι χάρη στις εξελίξεις αυτές, γυναίκες, οι οποίες σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν «υπογόνιμες», σήμερα ένεκα των μέσων, που έχουμε στη διάθεσή μας, αντιμετωπίζονται ως άτομα με μειωμένη γονιμότητα μεν, αλλά «γόνιμα» δε, αφού είναι δυνατόν να αποκτήσουν παιδί.
Πώς η γονιμότητα της γυναίκας μεταβάλλεται με την ηλικία της;
Ο άνδρας – θεωρητικά – είναι δυνατόν να αποκτήσει τέκνα σε όλη του τη ζωή, από την εφηβεία κι έπειτα. Αντίθετα, η γυναίκα δεν είναι γόνιμη σε όλη της τη ζωή, αλλά η γονιμότητά της φθάνει στο μέγιστο στα 25 της έτη, ενώ ήδη από τα 30 αρχίζει μία προοδευτική πτώση της, η οποία γίνεται πιο «απότομη» μετά τα 35, ενώ μετά τα 42, οι πιθανότητες απόκτησης τέκνου με ίδια ωάρια, ακόμα και με εξωσωματική γονιμοποίηση, μειώνονται σημαντικά.
Μπορούμε να παρατείνουμε τη γονιμότητα της γυναίκας;
Παρ’ όλες τις προόδους στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, δεν έχουμε καταφέρει να παρατείνουμε ουσιωδώς τη γονιμότητα της γυναίκας. Μελέτες σε «απλούστερους» οργανισμούς, όπως είναι κάποια σκουλήκια, αλλά και σε πιο «πολύπλοκους» οργανισμούς, όπως είναι τα βοοειδή μας έχουν δώσει κάποιες ελπίδες, ότι ίσως στο μέλλον να βρεθεί κάποιος τρόπος παράτασης της γονιμότητας της γυναίκας.
Πάντως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως με βάση τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα, παρασάγγας απέχουμε από τη δημιουργία και ενσωμάτωση στην πάγια κλινική πρακτική αξιόπιστων μεθόδων παράτασης της γυναικείας γονιμότητας.
Εντούτοις, με δεδομένο, πως το «χρονικό όριο της γονιμότητας» τίθεται από τις ωοθήκες, αφού η λειτουργία των οργάνων αυτών φθίνει κατ’ ουσίαν με την ηλικία της γυναίκας, ενώ η μήτρα παραμένει ικανή να «φιλοξενήσει» μωρό, μπορούμε τρόπον τινά να παρατείνουμε τη γονιμότητα της γυναίκας μέσω της κατάψυξης ωαρίων, αν αυτή δεν έχει σύντροφο ή της κατάψυξης εμβρύων, αν υπάρχει σύντροφος στη ζωή της.
Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί, πως μία κυοφορία θέτει σε δοκιμασία τον οργανισμό της γυναίκας, ως εκ τούτου μετά από κάποια ηλικία μία εγκυμοσύνη ενδέχεται να βλάψει την υγεία της. Για το λόγο αυτόν, έχει τεθεί χρονικό όριο από το νομοθέτη, με βάση το οποίο εμβρυομεταφορά επιτρέπεται μέχρι τη συμπλήρωση και το 49ου έτους της ηλικίας της γυναίκας.
Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!
Διαβάστε ακόμα:
– Γιατί η γονιμότητα της γυναίκας μειώνεται, όσο αυτή μεγαλώνει;
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας