Τι ονομάζουμε ερωτική επιθυμία;
Σύμφωνα με μελέτη του 2003 ως ερωτική επιθυμία μπορούμε να ορίσουμε το άθροισμα όλων εκείνων των δυνάμεων, οι οποίες ωθούν το άτομο να εκφράσει ερωτική συμπεριφορά ή ενίοτε το αποτρέπουν από τέτοιου είδους έκφραση.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες το φάσμα της έντασης της ερωτικής επιθυμίας κυμαίνεται από την αποστροφή, την απροθυμία, την αδιαφορία, το ενδιαφέρον, την ανάγκη, έως και το πάθος. Αν και πολλά άτομα ακολουθούν ένα χαρακτηριστικό και «προσωπικό» σχήμα («μοτίβο») ερωτικής επιθυμίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, το φάσμα της έντασής του μεταβάλλεται ανάλογα με τη φάση της ζωής, που έκαστος διανύει.
Από κλινικής απόψεως είναι φαίνεται χρήσιμο να αντιμετωπίζουμε την ερωτική επιθυμία ως αποτελούμενη από τρία διακριτά συστατικά μέρη:
• ορμή (αφορά τη «βιολογική» διάσταση της ερωτικής επιθυμίας)
• κίνητρο (αφορά την επιρροή επί της ερωτικής επιθυμίας των ατομικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών, της βιοθεωρίας, της κοσμοθεωρίας και των ενδεχόμενων «μη – ερωτικών» κινήτρων ενός εκάστου, αλλά των ειδικών χαρακτηριστικών της κάθε διαπροσωπικής σχέσης)
• «ευχή» (αφορά τον τρόπο, που ο κοινωνικός περίγυρος επηρεάζει τον τρόπο, που το άτομο αντιμετωπίζει την ερωτική επιθυμία και τον ερωτισμό γενικότερα)
Τέσσερις κατά βάσιν μεταβλητές επηρεάζουν την ερωτική επιθυμία. Αυτές είναι:
• η ηλικία
• το φύλο
• η κοινωνική κατάσταση του ατόμου
• η κατάσταση της υγείας
Πώς επηρεάζεται η ερωτική επιθυμία από την ηλικία της γυναίκας;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως ναι μεν οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές μειωμένη ερωτική επιθυμία, αλλά η μείωση αυτή της επιθυμίας δεν τους προκαλεί συναισθηματική πίεση, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις νεώτερων γυναικών.
Όπως αναφέρεται και σε μελέτη του 2016, οι ορμόνες (οιστραδιόλη, προγεστερόνη, τεστοστερόνη), οι οποίες παράγονται από τις ωοθήκες έχουν με τη δράση τους ιδιαίτερη θέση στη γενικότερη ρύθμιση της ερωτικής διάθεσης της γυναίκας. Η σταδιακή μείωση της παραγωγή ωοθηκικών ορμονών έχει συσχετισθεί με μειωμένη ερωτική διάθεση σε γυναίκες, που έχουν μπει στην εμμηνόπαυση. Αντίστοιχη πτώση της ερωτικής διάθεσης έχει καταγραφεί και μεταξύ των γυναικών, οι οποίες υπεβλήθησαν σε χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών τους. Η σχετιζόμενη με την εμμηνόπαυση πτώση της ερωτικής επιθυμίας ενδέχεται σε μερικές περιπτώσεις να έχει έντονα αρνητική επιρροή στην εν γένει ψυχική κατάσταση της γυναίκας. Έχει συγκεκριμένα υπολογισθεί, πως περίπου το 9% των γυναικών, που μπήκαν στην εμμηνόπαυση και έως και το 26% των γυναικών, που υπεβλήθησαν σε ωοθηκεκτομή αναφέρουν, ότι υποφέρουν από την εμμένουσα απουσία ερωτικής επιθυμίας.
Πώς τα επίπεδα των ορμονών σχετίζονται με την ερωτική επιθυμία;
Καταρχήν αξίζει να αναφερθούμε σε μελέτη του 2013. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 43 γυναίκες με κανονικό κύκλο, στις οποίες ζητήθηκε να συμπληρώσουν ερωτηματολόγιο σχετικό με την ερωτική τους δραστηριότητα εντός ενός ή δύο κύκλων. Επιπροσθέτως έγιναν και τακτικές μετρήσεις των επιπέδων των ορμονών στη σίελό τους. Οι ερευνητές παρατήρησαν, πως τα επίπεδα ερωτικής διάθεσης αυξάνονταν ανάλογα με τα επίπεδα οιστραδιόλης στη σίελο, ενώ τα επίπεδα τεστοστερόνης δεν φάνηκαν να επηρεάζουν τη διάθεση αυτή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μελέτη του 2002, στην οποία συμμετείχαν 226 γυναίκες ηλικίας 45 με 55 ετών, οι οποίες παρακολουθήθηκαν για 8 έτη και στην αρχή της μελέτης είχαν ακόμα περίοδο. Οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν, αν υφίσταται συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων οιστραδιόλης και τεστοστερόνης και της ερωτικής διάθεσης στην περίοδο της ζωής της γυναίκας, κατά την οποία έχουμε τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση, αλλά και μετά την εμμηνόπαυση. Έτσι ζήτησαν από τις συμμετέχουσες να συμπληρώσουν σχετικό με την ερωτική δραστηριότητα ερωτηματολόγιο, ενώ μετρήθηκαν τα επίπεδα οιστραδιόλης και τεστοστερόνης στο αίμα τους σε ετήσια βάση. Το συμπέρασμα του συγκεκριμένου πονήματος ήταν, πως υφίσταται σαφής πτώση της ερωτικής δραστηριότητας κατά την μετάβαση προς την εμμηνόπαυση, η οποία σχετίζεται κατά κύριο λόγο με την πτώση των επιπέδων οιστραδιόλης και όχι τόσο με τα αντίστοιχα επίπεδα της τεστοστερόνης, που επίσης ακολουθούν πτωτική πορεία.
Η χορήγηση ορμονών μετά την εμμηνόπαυση είναι δυνατόν να έχει ευεργετική επιρροή στην ερωτική διάθεση της γυναίκας;
Στην προαναφερθείσα μελέτη του 2016, στα πλαίσια της οποίας έγινε μία ανασκόπηση της διαθέσιμης επιστημονικής βιβλιογραφίας, παρατίθεται πλήθος μελετών, που καταπιάστηκαν με το ερώτημα αυτό. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών είναι μάλλον αντιφατικά, αφού άλλοι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως η χορήγηση οιστρογόνων (πρόκειται για την κατηγορία των ορμονών, στης οποίες συγκαταλέγεται και η οιστραδιόλη) ή συνδυασμού οιστρογόνων με τεστοστερόνη έχουν ευεργετική επίδραση στην ερωτική διάθεση της εμμηνοπαυσιακής γυναίκας, ενώ άλλοι δεν κατέγραψαν τέτοια επίδραση.
Εν πάσει περιπτώσει, είναι απαραίτητο η χορήγηση οποιασδήποτε φαρμακευτικής θεραπείας να γίνεται εξατομικευμένα και πάντα μετά από την αναζήτηση της συμβουλής του θεράποντα ιατρού.
Δείτε ΕΔΩ πώς μπορείτε να βελτιώσετε τη σεξουαλική σας ζωή χάρη στο υαλουρονικό οξύ!
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Levine SB. The nature of sexual desire: a clinician’s perspective. Arch Sex Behav. 2003 Jun;32(3):279-85. doi: 10.1023/a:1023421819465. PMID: 12807300.
Cappelletti M, Wallen K. Increasing women’s sexual desire: The comparative effectiveness of estrogens and androgens. Horm Behav. 2016 Feb;78:178-93. doi: 10.1016/j.yhbeh.2015.11.003. Epub 2015 Nov 14. PMID: 26589379; PMCID: PMC4720522.
Roney JR, Simmons ZL. Hormonal predictors of sexual motivation in natural menstrual cycles. Horm Behav. 2013 Apr;63(4):636-45. doi: 10.1016/j.yhbeh.2013.02.013. PMID: 23601091.
Dennerstein L, Randolph J, Taffe J, Dudley E, Burger H. Hormones, mood, sexuality, and the menopausal transition. Fertil Steril. 2002 Apr;77 Suppl 4:S42-8. doi: 10.1016/s0015-0282(02)03001-7. PMID: 12007901.