Λέμε, πως μια γυναίκα έχει μπει στην εμμηνόπαυση, όταν για δώδεκα συναπτούς μήνες δεν έχει περίοδο.
Κατά μέσον όρο η εμμηνόπαυση επέρχεται στην ηλικία των 51 ετών. Το ηλικιακό φάσμα εντός του οποίου είναι πιθανότερο μια γυναίκα να έχει την εμπειρία της εμμηνόπαυσης κυμαίνεται μεταξύ των 48 και των 55 ετών.
Ποιοι φυσιολογικοί μηχανισμοί οδηγούν στην εμμηνόπαυση;
Η εμμηνόπαυση χαρακτηρίζεται από την προοδευτική μείωση της παραγωγής ορμονών από τις ωοθήκες, έως ότου αυτή σταματήσει τελείως. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η εμμηνόπαυση είναι ένα κατ’ εξοχήν «ωοθηκικό» γεγονός, αφού τα κέντρα του εγκεφάλου, που ελέγχουν τη λειτουργία των ωοθηκών συνεχίζουν να είναι λειτουργικά και μετά την παύση της ωοθηκικής δραστηριότητας, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στις αιματολογικές εξετάσεις.
Φαίνεται, πως η παραγωγή ωοθηκικών ορμονών και κυρίως οιστρογόνων εμμένει, καίτοι σε χαμηλά επίπεδα, για κάποιο διάστημα μετά αυτήν καθαυτήν την εμμηνόπαυση. Το διάστημα αυτό εκτείνεται για περίπου 2 έτη μετά την τελευταία περίοδο.
Γιατί ενδέχεται να χορηγηθεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση;
Όπως και ο όρος «ορμονική υποκατάσταση» υποδηλώνει, μετά την εμμηνόπαυση σε κάποιες περιπτώσεις συστήνεται η χορήγηση ορμονικών φαρμακευτικών σκευασμάτων, τα οποία περιέχουν τις ορμόνες, που δεν παράγονται πλέον από τις ωοθήκες της γυναίκας ή ουσίες με ανάλογη με τις συγκεκριμένες ορμόνες δράση. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης χορηγείται, προκειμένου να αντιμετωπισθούν κάποια συμπτώματα, που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση ή τουλάχιστον να περιορισθεί η ένταση των συμπτωμάτων αυτών.
Τα δύο βασικά συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, που αντιμετωπίζονται δια της χορήγησης θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης είναι οι εξάψεις και η κολπική ξηρότητα.
Εντούτοις, έχει διατυπωθεί η άποψη, πως δια της θεραπείας αυτής ενδέχεται να επιτυγχάνεται και μείωση της έντασης των διαταραχών στη διάθεση (π.χ. αγχώδεις διαταραχές, απότομες διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη), από τις οποίες συχνά γυναίκες υποφέρουν μετά την εμμηνόπαυση, αλλά και των προβλημάτων του ύπνου, που συχνά αναφέρονται τότε και ενίοτε συνδέονται με κάποια διαταραχή της διάθεσης. Επίσης, ως «παράπλευρο όφελος» του συγκεκριμένου είδους θεραπείας έχει αναφερθεί και η πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Η χορήγηση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με στόχο την βελτίωση της ερωτικής διάθεσης, είναι υπό μελέτη, αλλά τα σχετικά αποτελέσματα είναι μάλλον αντιφατικά.
Ποια είναι τα είδη της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης;
Τα διάφορα σκευάσματα, που χορηγούνται στα πλαίσια θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης διαφέρουν ως προς τον τύπο των ορμονών, που περιέχουν. Έτσι υπάρχουν σκευάσματα, που περιέχουν είτε οιστρογόνο, είτε προγεσταγόνο (ουσία με αντίστοιχη δράση της προγεστερόνης) είτε συνδυασμό των δύο.
Τα σκευάσματα διαφέρουν εξάλλου και ως προς τον τρόπο χορήγησης. Έτσι έχουμε:
• δισκία
• αυτοκόλλητα (εφαρμόζονται στο δέρμα και αποδεσμεύουν συγκεκριμένη ποσότητα ουσίας σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η οποία απορροφάται από τα αγγεία του δέρματος)
• εκνεφώματα (sprays – που ψεκάζονται μία φορά την ημέρα είτε στο εσωτερικό του άνω άκρου, είτε στο εσωτερικό του κάτω άκρου)
• ενδοκολπικές γέλες (gels)
Ποιες είναι οι παρενέργειες της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης;
Ο κατάλογος με τις ενδεχόμενες παρενέργειες της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης περιλαμβάνει:
• κεφαλαλγίες
• μασταλγία
• ναυτία
• διαταραχές στη διάθεση (έως και κατάθλιψη)
• επώδυνους μυϊκούς σπασμούς (κράμπες) στα κάτω άκρα
• δερματικό ερύθημα («κοκκινίλες») ή κνησμό
• διάρροια
• αλωπεκία (απώλεια τριχών από το τριχωτό της κεφαλής)
Υπάρχουν κίνδυνοι σχετικοί με τη λήψη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης;
Κατά καιρούς έχει καταγραφεί ελαφρά αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης:
• θρομβώσεων
• αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων
Ποιες γυναίκες ίσως να ήταν καλό να αποφύγουν να λάβουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης;
Ενδέχεται μία γυναίκα να μην είναι υποψήφια για λήψη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης αν:
• έχει ιστορικό καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών ή του ενδομητρίου
• έχει ιστορικό θρομβώσεων (έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι γυναίκες με τέτοιο ιστορικό ίσως να ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσουν αυτοκόλλητα ή εκνεφώματα αντί για δισκία)
• έχει υπέρταση (η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης είναι απαραίτητο να επιτευχθεί πριν από την έναρξη της θεραπείας)
• έχει διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας
Διαβάστε ακόμα:
– Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση και άνοια
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας