Ο τράχηλος είναι ένας λεπτός σωλήνας, ο οποίος έχει παχιά τοιχώματα αποτελούμενα κατά κύριο λόγον από μυ.
Ο τράχηλος, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα συνδέει τον κόλπο με την ενδομητρική κοιλότητα, δηλαδή την κοιλότητα μέσα στην οποία μεγαλώνει προστατευμένο το μωρό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Με τον όρο στένωση τραχήλου αναφερόμαστε στην κλινική αυτήν οντότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντικό περιορισμό της διαμέτρου ή πλήρη απόφραξη του τραχηλικού αυλού (του εσωτερικού του τραχήλου δηλαδή).
Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί η συχνότητα της στένωσης τραχήλου στο γενικό πληθυσμό. Εντούτοις, σε μελέτη του 2016, στα πλαίσια της οποίας ελήφθησαν υπόψη στοιχεία από το ιστορικό 31.052 γυναικών, που υπεβλήθησαν σε υστεροσκόπηση μεταξύ των ετών 1996 και 2014, στένωση διαπιστώθηκε σε 10.156 εξ αυτών, ήτοι σε ποσοστό 32,7%.
Γιατί η στένωση τραχήλου «δυσκολεύει» τη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας;
Καταρχήν η βασική μέθοδος πρόληψης, αλλά και διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι το γνωστό μας test Παπανικολάου. Στα πλαίσια της λήψης του δείγματος για την εξέταση αυτή ο ιατρός εισάγει την ψήκτρα (ένα ειδικό «βουρτσάκι») εντός του αυλού του τραχήλου (βλ. εικόνα) και τη γυρίζει απαλά, ώστε να λάβει επίχρισμα και από το σημείο αυτό, το οποίο εν συνεχεία απλώνεται στην αντικειμενοφόρο πλάκα και μονιμοποιείται. Προφανώς, αν υφίσταται στένωση τραχήλου η πρόσβαση στον αυλό είναι δυσχερής ή ακόμα και αδύνατη και η εξέταση δεν είναι αξιόπιστη.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν και οι συντάκτες μελέτης του 2020, οι οποίοι παρατήρησαν, πως η στένωση του τραχήλου ενδέχεται να οδηγήσει σε εσφαλμένα αποτελέσματα των εξετάσεων, στις οποίες υποβάλλονται κατά κανόνα γυναίκες, που έχουν υποβληθεί στο παρελθόν σε θεραπεία για την αντιμετώπιση προκαρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο. Είναι πιθανό οι συγκεκριμένες εξετάσεις να είναι αρνητικές για την εκδήλωση καρκίνου, παρόλο που υφίσταται νεοπλασία. Σε τέτοιες περιπτώσεις μιλάμε για «ψευδώς αρνητικά» αποτελέσματα.
Επιπροσθέτως, ένα από τα πρώτα σημεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι η κολπική αιμόρροια, η οποία, αν υφίσταται στένωση τραχήλου, ενδεχομένως να μην εκδηλωθεί, αφού η όποια ροή του αίματος θα παρεμποδίζεται.
Γιατί η στένωση τραχήλου «δυσκολεύει» τη διάγνωση του καρκίνου του ενδομητρίου;
Ο καρκίνος του ενδομητρίου εμφανίζεται συνήθως σε γυναίκες που είναι άνω των 50 ετών, ενώ είναι μάλλον σπάνιος σε ηλικίες κάτω των 45 ετών. Επομένως, η πλειονότητα των γυναικών, που θα εμφανίσουν καρκίνο του ενδομητρίου έχουν εισέλθει στην εμμηνόπαυση.
Μετά την εμμηνόπαυση και υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν υφίσταται αιμορραγία εκ του κόλπου. Επομένως, αν μία γυναίκα, η οποία έχει εισέλθει στην εμμηνόπαυση αναφέρει το σύμπτωμα αυτό, τότε το ενδεχόμενο εκδήλωσης καρκίνου του ενδομητρίου, είναι σκόπιμο να αξιολογηθεί.
Δεν θα πρέπει πάντως να ξεχνάει κανείς, ότι ποσοστό άνω του 25% των περιπτώσεων αυτής της νεοπλασίας καταγράφεται ακόμα και πριν από την εμμηνόπαυση. Επομένως, και γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση, ειδικά αν έχουν ξεπεράσει την ηλικία των 45 ετών – αλλά όχι μόνον αυτές – φρόνιμον είναι, αν διαπιστώσουν έντονη αιμορραγία κατά τη διάρκεια της περιόδου ή αιμόρροια μεταξύ των περιόδων, να το αναφέρουν στο γυναικολόγο τους, ώστε να υποβληθούν στις ενδεδειγμένες εξετάσεις.
Το «ευχάριστο» είναι, πως η κολπική αιμόρροια είναι συνήθως ένα σύμπτωμα, το οποίο εμφανίζεται κατά κανόνα πριν η νεοπλασία εξαπλωθεί. Επομένως, συνήθως υπάρχει ο χρόνος η νόσος να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Αν όμως υφίσταται στένωση του τραχήλου, ενδέχεται το σύμπτωμα αυτό να μην εκδηλωθεί και έτσι να καθυστερήσει η διάγνωση.
Ένα άλλο εκ των πρωίμων σημείων του καρκίνου του ενδομητρίου είναι και η πάχυνση του ενδομητρίου, δηλαδή του ιστού, που καλύπτει εσωτερικά την ενδομητρική κοιλότητα, ιδιαίτερα σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση ή σε γυναίκες, που αναφέρουν κολπική αιμόρροια. Η διαπίστωση της πάχυνσης του ενδομητρίου επιτυγχάνεται δια της υπερηχογραφικής εξέτασης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, πως ούτε η κολπική αιμόρροια, αλλά ούτε και η πάχυνση του ενδομητρίου, όπως αυτή απεικονίζεται στην οθόνη του υπερηχογράφου δεν αρκούν, προκειμένου να τεθεί διάγνωση καρκίνου του ενδομητρίου. Συνήθως, παρουσία των ευρημάτων αυτών ο ιατρός συστήνει στη γυναίκα να υποβληθεί σε υστεροσκόπηση ή απόξεση του ενδομητρίου. Στα πλαίσια των επεμβάσεων αυτών, θα ληφθεί ιστός εκ του εσωτερικού της ενδομητρικής κοιλότητας, ο οποίος στη συνέχεια θα εξετασθεί κάτω από το μικροσκόπιο από ειδικό παθολογοανατόμο και αυτός θα αποφανθεί, αν υφίσταται ή όχι νόσος.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Bettocchi S, Bramante S, Bifulco G, Spinelli M, Ceci O, Fascilla FD, Di Spiezio Sardo A. Challenging the cervix: strategies to overcome the anatomic impediments to hysteroscopy: analysis of 31,052 office hysteroscopies. Fertil Steril. 2016 May;105(5):e16-e17. doi: 10.1016/j.fertnstert.2016.01.030. Epub 2016 Feb 9. PMID: 26873675.
Satturwar S, Zhao C, Austin RM. Cervical Stenosis: Previously Unrecognized Cause of False-Negative Human Papillomavirus Tests in Women Developing Cervical Cancer. J Low Genit Tract Dis. 2020 Oct;24(4):372-374. doi: 10.1097/LGT.0000000000000568. PMID: 32881788.