Ας μιλήσουμε για την ορολογία…
Υπάρχουν δύο διακριτοί όροι, που χρησιμοποιούμε στη γυναικολογία, προκειμένου να περιγράψουμε τη «μη φυσιολογική» ροή αίματος εκ του κόλπου. Ο ένας όρος είναι η «μητρορραγία», με τον οποίο περιγράφουμε την εκ του κόλπου απώλεια αίματος, που δεν έχει κάποια «περιοδικότητα» (δεν εμφανίζεται ανά τακτά και προβλέψιμα χρονικά διαστήματα).
Ο έτερος όρος είναι η «μηνορραγία». Ο όρος αυτός αφορά και το θέμα του παρόντος πονήματος και τον χρησιμοποιούμε, όταν αναφερόμαστε σε απώλεια μεγάλης ποσότητας αίματος από τον κόλπο ανά τακτά και προβλέψιμα χρονικά και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως. Εν τοις πράγμασι με τον όρο αυτό περιγράφουμε την κοινώς λεγόμενη «βαριά» περίοδο, δηλαδή την περίοδο με αυξημένη ροή αίματος.
Ποια προβλήματα ενδέχεται να προκληθούν εξαιτίας της αυξημένης ροής κατά την περίοδο;
Αυτή καθαυτή η αυξημένη ροή στην περίοδο δεν αποτελεί νόσημα, αλλά ενίοτε σύμπτωμα υποφώσκουσας παθολογίας. Επομένως, τα όποια προβλήματα υγείας δεν συνδέονται τόσο με την αυξημένη ροή, όσο με τη συγκεκριμένη παθολογία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η αυξημένη απώλεια αίματος σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί στην εκδήλωση αναιμίας. Αναιμία είναι μια παθολογική κατάσταση του οργανισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο, από τους πνεύμονες στους ιστούς, προκειμένου να καλυφθούν οι μεταβολικές τους ανάγκες, η οποία – ειδικά σε βαρύτερες καταστάσεις – εκδηλώνεται ως αίσθημα κόπωσης και δυσκολίες στην αναπνοή (λαχάνιασμα).
Εργαστηριακά ευρήματα τυπικά της αναιμίας είναι η μείωση του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων και της συγκέντρωσης αιμοσφαιρίνης στο αίμα, η οποία αντικατοπτρίζεται και στην πτώση του αιματοκρίτη.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια (γνωστά και ως ερυθροκύτταρα) είναι κύτταρα του αίματος, μέσω των οποίων διενεργείται η μεταφορά του οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς. Τα κύτταρα αυτά παράγονται από το μυελό των οστών και κυκλοφορούν στο αίμα για 100 με 120 ημέρες, πριν καταστραφούν και απορροφηθούν ξανά από τον οργανισμό.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν την πρωτεΐνη αιμοσφαιρίνη. Χάρη στην αιμοσφαιρίνη αυτά τα κύτταρα επιτελούν τη λειτουργία της μεταφοράς του οξυγόνου. Βασικό συστατικό της αιμοσφαιρίνης είναι ο σίδηρος.
Ποια είδη θεραπείας της αυξημένης ροής στην περίοδο υπάρχουν;
Η αντιμετώπιση της αυξημένης ροής κατά την περίοδο εξαρτάται από το υποφώσκον αίτιο.
Τα είδη της θεραπείας της αυξημένης ροής κατά την περίοδο κατατάσσονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
• φαρμακευτική θεραπεία
• επεμβάσεις
Ποια είναι τα διαθέσιμα είδη φαρμακευτικής θεραπείας για την αυξημένη ροή στην περίοδο;
Στα πλαίσια της αντιμετώπισης της αυξημένης ροής του αίματος κατά την περίοδο ενδέχεται να χορηγηθούν:
• συμπληρώματα σιδήρου για την αντιμετώπιση της αναιμίας.
• δισκία, τα οποία περιέχουν μόνον την ορμόνη προγεστερόνη
• ενέσιμα ορμονικά σκευάσματα, τα οποία αναστέλλουν τη λειτουργία των κέντρων του εγκεφάλου, από τα οποία ρυθμίζεται η έμμηνος ρύση
• μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη. Πρόκειται για μια κατηγορία αναλγητικών, τα οποία μοιράζονται έναν κοινό μηχανισμό δράσης. Η χορήγηση τέτοιου είδους σκευασμάτων αφενός μειώνουν το άλγος, που ενδεχομένως συνυπάρχει με την αυξημένη ροή, αφετέρου ενίοτε μειώνουν αυτήν καθαυτήν την αυξημένη ροή του αίματος. Στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη συγκαταλέγεται και η ασπιρίνη, η χορήγηση της οποίας όμως αντενδείκνυται, αν η ροή της περιόδου είναι αυξημένη, αφού δια αυτής ενδέχεται το πρόβλημα να επιδεινωθεί, διότι το φαρμακευτικό αυτό σκεύασμα επενεργεί και επί του μηχανισμού πήξης του αίματος, εμποδίζοντας το αίμα να «πήξει».
Στη φαρμακευτική αγωγή, που χορηγείται στα πλαίσια της αντιμετώπισης της αυξημένης ροής του αίματος συμπεριλαμβάνεται και η τοποθέτηση ειδικού ενδομητρίου σπειράματος (σπιράλ), το οποίο περιέχει ένα ορμονικό σκεύασμα, που απελευθερώνεται σταδιακά και επιδρά απευθείας στον ενδομητρικό ιστό, μειώνοντας τη ροή της περιόδου.
Ποιες είναι οι επεμβάσεις, που ενδέχεται να εκτελεσθούν στα πλαίσια της αντιμετώπισης της αυξημένης ροής στην περίοδο;
Στα πλαίσια της αντιμετώπισης της αυξημένης ροής κατά την περίοδο και ανάλογα με το ιστορικό εκάστης ασθενούς ενδέχεται να συστηθεί:
• απόξεση του ενδομητρίου ή υστεροσκόπηση. Αμφότερες αυτές οι επεμβάσεις έχουν διττό σκοπό: τόσο διαγνωστικό, όσο και θεραπευτικό. Ο διαγνωστικός σκοπός εξυπηρετείται δια της λήψης βιοψιών από την ενδομητρική κοιλότητα, χάρη στις οποίες επιτυγχάνεται εν πολλοίς η εξακρίβωση των ενδεχομένων αιτίων της μηνορραγίας. Ειδικά σε ό,τι αφορά την υστεροσκόπηση, δια αυτής ο γυναικολόγος δύναται επιπλέον να επισκοπήσει την ενδομητρική κοιλότητα και να εντοπίσει μορφώματα (ινομυώματα ή πολύποδες), η παρουσία των οποίων συνδέεται με την εκδήλωση αυξημένης ροής κατά την περίοδο. Παράλληλα η αφαίρεση των μορφωμάτων αυτών είναι και θεραπευτική, διότι τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται και η αντιμετώπιση του ενοχλητικού αυτού συμπτώματος.
• Ινομυωματεκτομή. Με τον όρο αυτόν περιγράφουμε τη χειρουργική αφαίρεση ινομυωμάτων. Η επέμβαση αυτή εκτελείται είτε «ανοικτά» (δια της διάνοιξης της κοιλιάς, δηλαδή λαπαροτομίας), είτε (συχνότερα στις ημέρες μας) λαπαροσκοπικά.
• Υστερεκτομή. Με τον όρο αυτόν περιγράφουμε τη χειρουργική αφαίρεση της μήτρας. Και η επέμβαση αυτή εκτελείται είτε δια λαπαροτομίας, είτε λαπαροσκοπικά. Κατ’ επιλογήν και ανάλογα με το ιστορικό της γυναίκας ενδέχεται να αφαιρεθούν και οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες. Φυσικά, η επέμβαση αυτή αντενδείκνυται για γυναίκες, οι οποίες επιθυμούν να τεκνοποιήσουν.
Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας