Το μωρό μεγαλώνει προστατευμένο εντός της ενδομητρικής κοιλότητας, έως ότου ο οργανισμός του ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής στον «έξω κόσμο».
Το μωρό μέσα στη μήτρα είναι ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος οργανισμός. Για τις μεταβολικές του ανάγκες εξαρτάται πλήρως από τη μητέρα. Η έδρα της «σύνδεσης» του οργανισμού του μωρού με αυτόν της μητέρας είναι ο πλακούντας, ενώ σύνδεσμος του μωρού με τον πλακούντα είναι ένας λεπτός εύκαμπτος σωλήνας, ο οποίος διατρέχεται από αγγεία (δηλαδή φέρει μέσα του αγγεία) και ονομάζεται ομφάλιος λώρος.
Ο ομφάλιος λώρος εκφύεται (= «ξεκινά») από το κέντρο – συνήθως – της επιφανείας του πλακούντα και καταφύεται (= «καταλήγει») στο μέσο της κοιλιάς του εμβρύου (βλ. εικόνα)
Τι είναι η υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου και τι τα πρόδρομα αγγεία;
Ο ομφάλιος λώρος υπό κανονικές συνθήκες εκφύεται («ξεκινάει») από το κέντρο του πλακούντα, ενώ η φυσιολογική δομή του απεικονίζεται σχηματικά παρακάτω.
Στην απεικόνιση αυτή παρατηρούμε, πως ο ομφάλιος λώρος διατρέχεται από δύο αρτηρίες και μία φλέβα, οι οποίες περιβάλλονται από τη γέλη του Wharton και μία λεπτή μεμβράνη (άμνιο).
Μιλάμε για υμενώδη πρόσφυση, όταν ο ομφάλιος λώρος εκφύεται από το πλάγιο τοίχωμα του πλακούντα, ενώ τα αγγεία του από το σημείο έκφυσής του και για ένα σημαντικό ποσοστό του μήκους του, δεν καλύπτονται από τη γέλη του Wharton, ενώ δεν περιβάλλονται εξ’ ολοκλήρου από άμνιο, αλλά καταλαμβάνουν το χώρο μεταξύ του αμνίου και του χορίου.
Η κατάσταση αυτή «αφήνει έκθετα» τα αγγεία και αυξημένες είναι οι πιθανότητες ρήξης τους, η οποία ως αποτέλεσμα θα είχε την απώλεια αίματος από το μωρό.
Ενίοτε μάλιστα τα «υμενώδη» αυτά αγγεία διατρέχουν το χώρο μεταξύ της κεφαλής του εμβρύου και του τραχήλου. Εν τη αύτη περιπτώσει μιλάμε για πρόδρομα αγγεία και η ρήξη τους κατά τη διάρκεια το τοκετού είναι εξαιρετικά πιθανή (βλ. παρακάτω εικόνα).
Πόσο συχνό φαινόμενο είναι η υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου και πόσο συχνά απαντώνται πρόδρομα αγγεία;
Φαίνεται, πως υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου εντοπίζεται σε ποσοστό 1% των μονήρων κυήσεων (δηλαδή των κυήσεων, στις οποίες κυοφορείται ένα μόνο έμβρυο), το ποσοστό αυτό όμως φθάνει στο 15% αν πρόκειται για μονοχοριακά δίδυμα (δηλαδή δίδυμα, που μοιράζονται τον ίδιο πλακούντα).
Πρόδρομα αγγεία απαντώνται σε 1 ανά 2000 με 3000 κυήσεις, αν και μελέτη του 2012 «ανέβασε» την αναλογία αυτή σε 1 ανά 365 κυήσεις.
Οι πιθανότητες εμφάνισης υμενώδους πρόσφυσης αυξάνονται παρουσία επικουρικού πλακούντα (τμήμα του πλακούντα δεν βρίσκεται σε επαφή με τον «κύριο» πλακούντα, αλλά συνδέεται με αυτόν μόνον μέσω «υμενωδών» αγγείων) ή διλόβου πλακούντα (ο πλακούντας χωρίζεται σε δύο διακριτούς λοβούς, που συνδέονται μεταξύ τους με «υμενώδη» αγγεία).
Επίσης η εμφάνιση υμενώδους πρόσφυσης έχει συσχετισθεί με την εξωσωματική γονιμοποίηση. Από τη διεθνή βιβλιογραφία προκύπτει, πως το φαινόμενο αυτό καταγράφεται σε 1 στις 300 κυήσεις, οι οποίες επετεύχθησαν με τη μέθοδο αυτή.
Η υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου είναι τέλος συχνότερη παρουσία επιχειλίου πλακούντα.
Ποια είναι τα ενδεχόμενα προβλήματα, που συνδέονται με την υμενώδη πρόσφυση του ομφαλίου λώρου και με τα πρόδρομα αγγεία;
Καταρχάς, φαίνεται, πως η παρουσία υμενώδους πρόσφυσης του ομφαλίου λώρου συνδέεται με αύξηση των πιθανοτήτων παρουσίας ανατομικών ανωμαλιών και στο μωρό. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των εμβρύων, που παρουσιάζουν ανατομικές ανωμαλίες ανέρχεται στο 25%, αν υφίσταται υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου.
Βασικό πρόβλημα, που ενδέχεται να παρουσιαστεί λόγω της ύπαρξης υμενώδους πρόσφυσης του ομφαλίου λώρου είναι η αιμορραγία λόγω ρήξης των αγγείων του ομφαλίου στο τμήμα αυτού, όπου είναι «απροστάτευτα» λόγω της απουσίας του αμνίου και της γέλης του Wharton.
Η προκληθείσα αιμορραγία ενδέχεται να είναι σημαντική και να προκληθεί ακόμα και εμβρυϊκή εξαγγείωση (το μωρό να «χάσει» όλο του το αίμα). Η ρήξη είναι δυνατόν να προκληθεί ανά πάσα στιγμή κατά την εγκυμοσύνη, αλλά συχνότερα μετά από ρήξη των μεμβρανών (αυτό, που λέμε «σπάσαν τα νερά») κατά τον τοκετό, οπότε και εκδηλώνεται με την εμφάνιση κολπικής αιμόρροιας.
Η ρήξη των αγγείων κατά τον τοκετό είναι μάλιστα μάλλον αναπόφευκτη παρουσία προδρόμων αγγείων. Εν τοιαύτη περιπτώσει υψηλότατες είναι οι πιθανότητες ακόμα και θανάτου του μωρού, αφού αυτές κυμαίνονται μεταξύ του 50% και του 75%!
Θα πρέπει να σημειωθεί, πως ακόμα και φαινομενικά περιορισμένη κολπική αιμόρροια κατά τον τοκετό είναι πιθανόν να υποκρύπτει σημαντική για το μωρό αιμορραγία, αφού ο όγκος του αίματος, που «κυκλοφορεί» μεταξύ πλακούντα και μωρού είναι μάλλον και περιορισμένος (υπολογίζεται σε 100ml ανά κιλό βάρους του μωρού).
Κατά τη διάρκεια του τοκετού εξάλλου, αυξημένες είναι οι πιθανότητες συμπίεσης των εκτεθειμένων λόγω της υμενώδους πρόσφυσης του ομφαλίου λώρου αγγείων. Συνέπεια της συμπίεσης αυτής είναι η διαταραχή της ροής του αίματος μεταξύ μωρού και πλακούντα. Ως εκ τούτου το καρδιοτοκογράφημα κατά τον τοκετό καθίσταται μη καθησυχαστικό, αφού καταγράφεται σημαντική επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού του μωρού (βραδυκαρδία).
Επιπροσθέτως, εκ της κατά τον τοκετό συμπίεσης των εκτεθειμένων αγγείων ενδέχεται να προκληθεί και θρόμβωση αυτών, η οποία θα οδηγήσει σε απόφραξή τους και διακοπής της εντός τους κυκλοφορίας του αίματος. Ως εκ τούτου θα ανακοπεί η παροχή αίματος στο μωρό.
Η υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου έχει συνδεθεί και με:
• διαταραχές στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του μωρού (ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια)
Είναι δυνατόν να διαγνωσθεί υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου πριν τον τοκετό;
Δια του υπερηχογραφικού ελέγχου στο δεύτερο τρίμηνο και κυρίως στο υπερηχογράφημα β – επιπέδου είναι δυνατόν να διαγνώσουμε υμενώδη πρόσφυση του ομφαλίου λώρου με τη μέθοδο Doppler. Χρήσιμο είναι μάλιστα και το διακολπικό υπερηχογράφημα Doppler, προκειμένου να διερευνηθεί η παρουσία προδρόμων αγγείων.
Πώς αντιμετωπίζεται η υμενώδης πρόσφυση του ομφαλίου λώρου;
Αν κατά τη διάρκεια της κύησης τεθεί η διάγνωση υμενώδους πρόσφυσης του ομφαλίου λώρου, έχουμε αυξημένες πιθανότητες αφενός το βάρος του μωρού να μην αυξάνεται με τον αναμενόμενο ρυθμό, αφετέρου πρόωρου τοκετού. Έτσι συνιστάται η στενότερη παρακολούθηση της ανάπτυξης του μωρού ειδικά από τις 26 εβδομάδες κύησης και μετά (ανά δύο εβδομάδες). Η υπερηχογραφική παρακολούθηση ενδέχεται να συμπληρώνεται και από το καρδιοτοκογράφημα. Πέραν τούτου συχνά συστήνεται και η χορήγηση κορτιζόνης στη μητέρα, προκειμένου να επιταχυνθεί η ωρίμανση των πνευμόνων του μωρού.
Παρουσία υμενώδους πρόσφυσης του ομφαλίου λώρου, η καταφυγή στην καισαρική τομή είναι σαφώς πιθανότερη, αφού δια αυτής εν πολλοίς αποφεύγουμε τη ρήξη των αγγείων του ομφαλίου λώρου. Η επιλογή της καισαρικής τομής είναι όμως μονόδρομος παρουσία προδρόμων αγγείων, η οποία μάλιστα συχνά επιλέγεται να εκτελεστεί μεταξύ των 34 και 37 εβδομάδων κύησης, ανάλογα και με το ρυθμό ανάπτυξης του μωρού.
Διαβάστε ακόμα:
– Αιμορραγίες στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο της κύησης
Δείτε ΕΔΩ σε ποιο στάδιο της κύησης βρίσκεστε!
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
– Hasegawa J, Nakamura M, Ichizuka K, Matsuoka R, Sekizawa A, Okai T. Vasa previa is not infrequent. J Matern Fetal Neonatal Med. 2012 Dec;25(12):2795-6. doi: 10.3109/14767058.2012.712570. Epub 2012 Aug 20. PMID: 22839499.