Πώς ορίζουμε την υπογονιμότητα;

Καταρχάς, η υπογονιμότητα δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα μεμονωμένου ανδρός ή γυναικός, αλλά ως πρόβλημα ζεύγους.

Ως υπογονιμότητα ορίζουμε την αποτυχία ενός ζεύγους να συλλάβει μετά από ένα χρόνο επαφών χωρίς καμία προφύλαξη.

Εντούτοις, ιατρική συμβουλή για αντιμετώπιση της υπογονιμότητας ενδείκνυται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ζητηθεί ακόμα και μετά από προσπάθειες για σύλληψη διάρκειας έξι ή και λιγοτέρων μηνών.

Εκ της διερεύνησης της υπογονιμότητας ενδέχεται να εντοπισθεί πρόβλημα στον άνδρα, στη γυναίκα ή εις αμφοτέρους, ενώ υφίσταται και το ενδεχόμενο να αποδειχθεί αδύνατος ο εντοπισμός συγκεκριμένου αιτίου υπογονιμότητας, οπότε και μιλάμε για υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας.

Πώς η υποβολή της γυναίκας σε υστεροσκόπηση μπορεί να τη βοηθήσει να αποκτήσει παιδί;

Ο ρόλος της υστεροσκόπησης στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως:

•    διαγνωστικός

•    θεραπευτικός

Διαγνωστικός είναι ο ρόλος της υστεροσκόπησης στη διερεύνηση της υπογονιμότητας, όταν συνεπικουρεί στον εντοπισμό ενδεχομένων αιτίων υπογονιμότητας της γυναίκας. Θεραπευτικός είναι αντίθετα ο ρόλος της υστεροσκόπησης, όταν δια της επέμβασης αυτής αντιμετωπίζονται τα εντοπισθέντα αίτια γυναικείας υπογονιμότητας.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε, πως ο διαχωρισμός του ρόλου της υστεροσκόπησης σε διαγνωστικό και θεραπευτικό είναι εν πολλοίς σχηματικός και μόνον. Στην πράξη, αν κατά τη διάρκεια της υστεροσκόπησης εντοπισθεί αίτιο υπογονιμότητας, τότε το πρόβλημα αυτό – στη συντριπτική τουλάχιστον πλειοψηφία των περιπτώσεων – θα αντιμετωπισθεί επί τόπου, χωρίς η γυναίκα να χρειαστεί αν υποβληθεί εκ νέου σε επέμβαση.

Η υστεροσκόπηση δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών και παγίων διαγνωστικών μεθόδων, που συστήνονται στα πλαίσια της διερεύνησης της υπογονιμότητας. Εντούτοις, πλέον η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται συχνότατα, ενίοτε μάλιστα σε συνδυασμό και συγχρόνως με τη λαπαροσκόπηση, ειδικά αν πρόκειται για περιπτώσεις υπογονιμότητας αγνώστου αιτιολογίας, ή εν όψει υποβολής της γυναίκας σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση.

Πώς δια της υστεροσκόπησης συνεπικουρείται η διερεύνηση της υπογονιμότητας της γυναίκας;

Η υστεροσκόπηση είναι συχνά ιδιαιτέρως χρήσιμη στην διερεύνηση των αιτίων μη διαβατότητας των σαλπίγγων.

Φυσικά ο «χρυσός κανόνας» στη διερεύνηση της διαβατότητας των σαλπίγγων ήταν πάντα και παραμένει η υστεροσαλπιγγογραφία.

Εντούτοις, στις περιπτώσεις, που δια της υστεροσαλπιγγογραφίας διαπιστωθεί απόφραξη των σαλπίγγων πλησίον του μητριαίου στομίου των, η υστεροσκόπηση είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη στον καθορισμό του αιτίου μη διαβατότητας.

Η μη διαβατότητα των σαλπίγγων στο σημείο αυτό κατά περίπτωσιν οφείλεται σε:

•    φλεγμονή

•    ενδομητρίωση

•    σπασμό του μυϊκού τοιχώματος της σάλπιγγας

Δια της απεικόνισης του μητριαίου σαλπιγγικού στομίου κατά την υστεροσκόπηση είναι δυνατόν να διαλευκανθεί το αίτιο απόφραξής της.

Θεωρητικά κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίτιο αυτό μπορεί και να αντιμετωπισθεί με καθαρισμό του στομίου από τον ιστό, που τον αποφράσσει. Εντούτοις, αν και σε κάποιες μελέτες έχει διαπιστωθεί ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό επιτυχούς διάνοιξης του αγωγού και αποκατάστασης της διαβατότητας της σάλπιγγας, είναι αμφίβολο κατά πόσον αυτό αυξάνει ουσιωδώς τις πιθανότητες τεκνοποίησης της γυναίκας χωρίς την καταφυγή στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Επιπροσθέτως, η εκ νέου απόφραξη των σαλπίγγων είναι εξαιρετικά συχνή μετά από μία τέτοια επέμβαση, ενώ υφίσταται και – μικρό αλλά καταγεγραμμένο – ποσοστό διεχειρητικής διάτρησης της σάλπιγγας.

Πώς δια της υστεροσκόπησης μπορούμε να αυξήσουμε τις πιθανότητες μία γυναίκα να αποκτήσει παιδί;

Δια της υστεροσκόπησης μπορούμε να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε αίτια υπογονιμότητας, που συνδέονται με ενδομητρικούς παράγοντες.

Τέτοιοι παράγοντες είναι:

•    Πολύποδες. Οι πολύποδες έχουν συνδεθεί με υπογονιμότητα. Η υστεροσκόπηση είναι και η καταλληλότερη εξέταση για τον εντοπισμό τους, ενώ δια αυτής επιτυγχάνεται και η αφαίρεσή τους. Διάφορες μελέτες έχουν καταδείξει αύξηση των πιθανοτήτων τεκνοποίησης μετά από υστεροσκοπική αφαίρεση πολυπόδων. Σε μία μελέτη του 2005 μάλιστα, γυναίκες υποβλήθηκαν σε αφαίρεση πολυπόδων εν όψει σπερματέγχυσης. Στο 65% των γυναικών αυτών επετεύχθη φυσιολογική γονιμοποίηση πριν την καταφυγή στη σπερματέγχυση!

•    Ινομυώματα. Δια της υστεροσκόπησης είναι δυνατόν αν αφαιρεθούν τα ινομυώματα, τα οποία προβάλλουν εντός της ενδομητρικής κοιλότητας (υποβλεννογόνια ινομυώματα). Φαίνεται, πως όπως καταδεικνύει και μελέτη του 2002, στην οποία αναλύθηκαν στατιστικά στοιχεία κτηθέντα από σειρά μελετών, η υστεροσκοπική αφαίρεση των ινομυωμάτων αυτών από τη μήτρα γυναικών, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητα αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες αυτές να αποκτήσουν παιδί.

•    Σύνδρομο Asherman. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μεμβρανών εντός της ενδομητρικής κοιλότητας, οι οποίες παρεμποδίζουν τόσο τη «διαδρομή» του σπερματοζωαρίου προς τις σάλπιγγες, όσο και την εμφύτευση του εμβρύου, αν τελικά επιτευχθεί γονιμοποίηση. Το σύνδρομο αυτό εμφανίζεται σε κάποιες γυναίκες, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε μεγάλο αριθμό αποξέσεων του ενδομητρίου. Δια της λύσης («αφαίρεσης») των μεμβρανών αυτών (ονομάζονται συμφύσεις) κατά τη διάρκεια της υστεροσκόπησης, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες της γυναίκας να αποκτήσει παιδί.

•    Διαφράγματα της ενδομητρικής κοιλότητας. Η ενδομητρική κοιλότητα κάποιων γυναικών παρουσιάζει εκ γενετής κάποιες ανατομικές ανωμαλίες. Στατιστικά τέτοιου είδους ανατομικές ανωμαλίες εντοπίζονται στο 1-2% των γυναικών, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στις γυναίκες, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας, στο 4% και στο 10 – 15%, αν πρόκειται για γυναίκες, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα καθ’ έξιν αποβολών. Η συχνότερη τέτοιου είδους ανατομική ανωμαλία είναι η παρουσία διαφραγμάτων εντός της ενδομητρικής κοιλότητας, η ύπαρξη των οποίων διαγιγνώσκεται με την υστεροσκόπηση, ενώ κατά τη διάρκεια της επέμβασης επιτυγχάνεται και η αφαίρεσή τους. Έτσι αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες απόκτησης τέκνου της γυναίκας.

Πόσο καιρό μετά την υστεροσκόπηση μπορεί μία γυναίκα να ξεκινήσει προσπάθειες για κύηση;

Σε γενικές γραμμές μία γυναίκα μπορεί να ξεκινήσει τις προσπάθειες τεκνοποίησης είτε με το φυσιολογικό τρόπο, είτε καταφεύγοντας σε κάποια από τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση) εντός δύο μηνών από την επέμβαση, δηλαδή αφού δει δύο περιόδους μετά από αυτήν.

Έχω πρόβλημα υπογονιμότητας τελικά να υποβληθώ σε υστεροσκόπηση ή όχι;

Όπως προαναφέραμε, η υστεροσκόπηση δεν αποτελεί μέρος της πάγιας κλινικής πρακτικής σε ό,τι αφορά τις βασικές εξετάσεις υπογονιμότητας, οι οποίες για τη γυναίκα είναι:

•    Υπερηχογράφημα κύκλου ωορρηξίας

•    Ορμονικός έλεγχος (κατά κύριο λόγο μέτρηση των επιπέδων της ορμόνης AMH)

•    Υστεροσαλπιγγογραφία

Η υστεροσκόπηση είναι όμως είναι εξαιρετικά χρήσιμο «συμπλήρωμα» των εξετάσεων αυτών, χάρη στο οποίο μπορεί ο ιατρός να σχηματίσει μία ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης της ενδομητρικής κοιλότητας και να αντιμετωπίσει ενδεχόμενα αίτια υπογονιμότητας, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες απόκτησης τέκνου.

Κλείστε ΕΔΩ το ραντεβού σας, για να αντιμετωπίσουμε όποιο γυναικολογικό θέμα, θέμα εγκυμοσύνης ή θέμα υπογονιμότητας σας απασχολεί!

Δείτε και το σχετικό video, που δημιουργήσαμε σε συνεργασία με τον ιστότοπο mothersblog.gr, στην ομάδα ειδικών του οποίου ανήκουμε!

 

Διαβάστε ακόμα:

– Η υστεροσκόπηση στον εντοπισμό των αιτίων της υπογονιμότητας

– Η υστεροσκόπηση στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας

 

Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας